ακεστικός

ακεστικός
ἀκεστικός, -ή, -όν (Α) [ἀκεστός]
1. αυτός που είναι κατάλληλος να γιατρέψει ή να επιδιορθώσει
2. ἡ ἀκεστικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη τού θεραπευτή, τού γιατρού
3. η τέχνη εκείνου που επιδιορθώνει σκισμένα ενδύματα
«κναφευτικὴν σύμπασαν καὶ τὴν ἀκεστικὴν» (Πλάτ. Πολιτ. 281 b).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκεστικῇ — ἀκεστικός fitted for healing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεστική — ἀκεστικός fitted for healing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεστικήν — ἀκεστικός fitted for healing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακεστός — ἀκεστός, ή, όν (Α) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο ιάσιμος «ἀκεστὰ πράγματα» (Ιπποκρ. Αρθρ. 58), «ἀκεσταὶ φρένες ἐσθλῶν» (Όμ. Ν 115). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστικός] …   Dictionary of Greek

  • ἀκεστικῆι — ἀκεστικῇ , ἀκεστικός fitted for healing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”