- ακεστικός
- ἀκεστικός, -ή, -όν (Α) [ἀκεστός]1. αυτός που είναι κατάλληλος να γιατρέψει ή να επιδιορθώσει2. ἡ ἀκεστικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη τού θεραπευτή, τού γιατρού3. η τέχνη εκείνου που επιδιορθώνει σκισμένα ενδύματα«κναφευτικὴν σύμπασαν καὶ τὴν ἀκεστικὴν» (Πλάτ. Πολιτ. 281 b).
Dictionary of Greek. 2013.